- συνταγολόγιο
- το, Ν1. (φαρμ.) κατάλογος τών εγκεκριμένων φαρμάκων που μπορούν να συνταγογραφηθούν από το Εθνικό Σύστημα Υγείας ή από τους κλάδους υγείας τών διαφόρων ασφαλιστικών ταμείων2. βιβλίο στο οποίο γράφονται οι συνταγές που εκτελούνται καθημερινά.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγή + -λόγιο (< -λόγος*). Η λ., στον λόγιο τ. συνταγολόγιον, μαρτυρείται από το 1872 στο περιοδικό Φαρμακευτικόν Δελτίον].
Dictionary of Greek. 2013.